Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ


ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ
Ο άνθρωπος μοιάζει με κλάσμα όπου ο αριθμητής είναι ο πραγματικός εαυτός του, ο δε παρονομαστής η ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Όσο ο παρανομαστής διογκώνεται προς το άπειρο, τόσο το κλάσμα τείνει προς το μηδέν

Η Εκκλησιαστική αντίληψη για την γυναίκα στην Αγία Γραφή


Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος για την γυναίκα στις δύο γνωστές διηγήσεις που έχουν ως θέμα την δημιουργία του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις διηγήσεις (παρά τους διαφορετικούς προσανατολισμούς που έχει κάθε μία) εκφράζονται μέγιστες αλήθειες. Οι ιεροί συγγραφείς, φωτισμένοι από το Πνεύμα του Θεού, δεν έχουν πρόθεση να μας δώσουν μέσα από τα μοναδικά αυτά κείμενα κάποια οντολογική ερμηνεία της γυναίκας, ούτε να εκθέσουν κάποια θεολογία σχετικά με την δημιουργία της και το πρόσωπό της. Οπωσδήποτε διακατέχονται κι αυτοί από το γενικότερο ανδροκρατούμενο πνεύμα της εποχής τους – πως μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά. Όμως παρόλα αυτά τονίζουν, (μέσα από εικόνες, σύμβολα και άλλα πολιτιστικά στοιχεία του καιρού τους) ότι τόσο ο άντρας, όσο και η γυναίκα είναι δημιουργήματα ενός αγαθοποιού Θεού. Έχουν κι οι δύο την ίδια ανθρώπινη φύση (το αρχικό ανθρώπινο κύτταρο) ως εικόνες του Θεού. Αποτελούν ως «άρσεν και θήλυ», όντα αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλοβοήθειας. Ο καθένας βλέπει στον άλλον τον εαυτό του και ταυτόχρονα ο,τι τον διακρίνει. Επωμίζονται και οι δύο το ίδιο έργο, και έχουν από κοινού την ευθύνη για τον κόσμο γύρω τους. Αυτά τα δύο μοναδικά όντα ο Θεός τα αγαπά, τα φροντίζει, τα ευλογεί.

Αλλά ενώ αυτές οι αλήθειες αποκαλύπτουν στο βάθος το αρχικό σχέδιο της θείας Σοφίας, έρχεται η πτώση των Πρωτοπλάστων, που, εκτός από όλα τα άλλα, δημιουργεί μια ρήξη ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Η γυναίκα στρέφεται προς τον άνδρα με μια επιθυμία κτητική, κι αυτός λειτουργεί έναντι της ως κυρίαρχος και εξουσιαστής. Αυτή ακριβώς η μεταπτωτική κατάσταση διαπερνά και όλα τα βιβλία της Π.Δ. Κατά τις ραββινικές παραδόσεις και τις διάφορες ερμηνείες του Νόμου, η γυναίκα θεωρείται κατώτερη από τον άντρα στην εξυπνάδα και στην ωριμότητα – κάτι σαν ισόβια «ανήλικη». Στην ερωτική ζωή λειτουργεί ως πηγή επιθυμίας. Στον χώρο της ηθικής ως απειλή. Στην θρησκευτική και λατρευτική ζωή λογίζεται ως ον ανάξιο και ακάθαρτο. Κατά την ίδια νομοθεσία μία γυναίκα αποτελεί κτήμα του συζύγου, (μαζί με τα παιδιά, τους δούλους και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία), αφού μετά τον γάμο περνά από την κυριαρχία του πατέρα στην εξουσία του άνδρα. Εύκολα μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, χωρισμένη από τον άντρα. Ενώ αυτή δεν μπορεί να χωρίσει τον σύζυγό της, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Όταν κάποια αποδεικνύεται άπιστη προς τον άνδρα κατά την περίοδο του αρραβώνα, τιμωρείται με λιθοβολισμό. Και όταν η απιστία γίνεται κατά τον γάμο, με στραγγαλισμό. Ενώ για τον άνδρα υπάρχει ατιμωρησία σε ανάλογα παραπτώματα. Η πολυγαμία θεωρείται δικαιολογημένη, όπως και το δικαίωμα του άνδρα να χωρίσει την γυναίκα, αν αυτή δεν του έχει γεννήσει παιδί στα πρώτα δέκα χρόνια του γάμου. Οι ίδιοι νόμοι επιβάλλουν σ’ αυτήν «καθαρμούς» σαράντα ημερών στην περίπτωση που γεννήσει αγόρι, και ογδόντα ημερών, όταν γεννήσει κορίτσι. Απαγορεύουν σ’ αυτήν να ασκεί το ιερατικό λειτούργημα, όπως επίσης και να συμμετέχει στην λατρεία κατά τις περιόδους των γυναικείων κύκλων. Δεν της επιτρέπουν τέλος, όταν πηγαίνει στον Ναό, να στέκεται προς την πλευρά που βρίσκονται οι άνδρες.



Όμως παρόλα αυτά, στα ίδια βιβλία της Π. Δ. λάμπουν με την παρουσία τους σεβαστές γυναίκες, όπως ήταν η Σάρα, η Ρεβέκκα, η Λεία, η Ραχήλ, κατά τους εωθινούς χρόνους της ιερής ιστορίας, οι προφήτισσες Μυριάμ (αδελφή του Μωυσή) Δεββώρα, Ιαήλ, Άννα (μητέρα του Σαμουήλ), οι ελευθερώτριες Εσθήρ, Ιουδίθ. Ούτε λείπουν απ’ αυτά τα βιβλία οι έπαινοι για την γυναικεία γονιμότητα (κύριο στοιχείο καταξίωσης της γυναίκας), για την γυναικεία αξιοσύνη, την πιστότητα και αφοσίωση προς τον άνδρα, την καθαρότητα στις συζυγικές σχέσεις, την τρυφερότητα του άνδρα προς την γυναίκα. Αισθήματα που κορυφώνονται με την γυναικεία προσωποποίηση της Σοφίας και κατ’ εξοχήν με το «Άσμα Ασμάτων», αυτόν τον θαυμάσιο ύμνο της ανδρόγυνης αγάπης. Όμως η πραγματικότητα δεν έπαυε να είναι πικρή για την γυναίκα. Και απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να εκτιμήσουμε την όλη στάση του Ιησού, όντως επαναστατική, προς τις γυναίκες

Πράγματι, ο Ιησούς, σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, δεν αποκλείει από την αγάπη Του την γυναίκα – το αντίθετο μάλιστα. Γι’ Αυτόν εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το φύλο, αλλά το ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι καλεί τις γυναίκες αδελφές Του, γιατί κι αυτές ανήκουν στην κοινότητα της Εκκλησίας. Ευσπλαχνίζεται την χήρα μητέρα της Ναΐν και ανασταίνει τον γιο της. Γιατρεύει την συγκύπτουσα της συναγωγής, γιατί είναι κόρη του Αβραάμ και ίση μπροστά στον Θεό. Εμπιστεύεται μέγιστες αλήθειες σε μια γυναίκα, την Σαμαρείτισσα (Ιω. 4, 14 εξ.), παρά τις αντίθετες αντιλήψεις της εποχής, όπου αποτελούσε πρόβλημα ακόμα και η συζήτηση με μια γυναίκα. Επιτρέπει σε γυναίκες (όπως ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, η Σαλώμη, η Σουζάνα κ. α.) όχι μόνο να Τον διακονούν (Λουκ. 8, 1) αλλά να βγαίνουν έξω από το σπίτι τους και να Τον ακολουθούν στο κηρυκτικό έργο, πράγμα αδιανόητο για ένα ραββίνο αυτής της εποχής. Και προπάντων δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη Του σε γυναίκες του περιθωρίου, απορριμένες κοινωνικά και εξουθενωμένες, γιατί θέλει ν’ αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά τους και ν’αποκαλύψει σ’ αυτές ότι είναι άξιες εκτίμησης εκ μέρους Του και εκ μέρους του Θεού.



Μετά απ’ αυτή την στάση του Ιησού, οι γυναίκες είναι παρούσες στην Σταύρωση και στον Ενταφιασμό˙ γίνονται αγγελιοφόροι της Ανάστασης˙ μετέχουν στο γεγονός της Πεντηκοστής, όπως η Εκκλησιαστική κοινότητα είναι συγκεντρωμένη «ομοθυμαδόν επί το αυτό» και δέχεται την φωτιά του Αγίου Πνεύματος˙ αναδεικνύονται σε προφήτισσες (οι τέσσερις κόρες του Φιλίππου), σε διδασκάλισσες (Πρίσκιλλα, Φοίβη), σε διακόνισσες, σε γυναίκες φιλανθρωπίας και αγάπης (Ταβιθά), σε μάρτυρες, μοναχές και μητέρες.



Αλλά κι ο Απ. Παύλος διακηρύττει κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή του. Ότι στον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού καταργείται κάθε διάκριση – εθνική, θρησκευτική, κοινωνική – όπως κι αυτή που έχει σχέση με την γυναίκα. Όμως ο ίδιος ο Απόστολος βλέπει ότι τόσο ο κόσμος, όσο και η τότε κοινότητα της Εκκλησίας, δεν μπορούν να αντέξουν μια τέτοια ριζοσπαστική αλήθεια, κατ’ ουσία εσχατολογική. Γι’ αυτό και προσφεύγει στην οικογενειακή «ιεραρχία» της εποχής εκείνης, που ήθελε τον ανδρα « κεφαλή της γυναικός». Και στη συνέχεια περνά σ’ ένα θαυμάσιο εικονισμό άνδρα Χριστού – Εκκλησίας, άντρα – γυναίκας. Έτσι, μέσα απ’ αυτόν τον εικονισμό προβάλλεται ένα ανώτερο επίπεδο σχέσεων άντρα – γυναίκας, που ξεπερνά όλες τις σχετικές ιδεολογίες αυτής της εποχής και χτυπάει στην ρίζα κάθε μορφή αυταρχισμού, ανδρικού η γυναικείου.

Όμως παρά την ρωμαλέα στάση του Αποστόλου Παύλου, δεν αλλάζουν πολλά σχετικά με την ισοτιμία του άνδρα και της γυναίκας. Ο μύθος της ανδρικής κυριαρχίας, στο κοινωνικό υπερ – εγώ, παραμένει και μέσα στις χριστιανικές κοινότητες. Η υπερβολική «καθαρολογία» του Ιουδαϊσμού, σχετικά με τους γυναικείους βιολογικούς κύκλους, περνάει και μέσα στην Εκκλησία. Οι «γνωστικίζουσες» αντιλήψεις για τον κόσμο, το σώμα, την ηδονή (ως δημιουργήματα κατωτέρων θεϊκών δυνάμεων) όπως και κάποιες εκτροπές του ασκητισμού, καλλιεργούν ένα πνεύμα υποψίας και περιφρόνησης, εχθρότητας και φόβου προς την γυναίκα. Έτσι ορισμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν βλέπουν την γυναίκα ως πηγή της ζωής, όπως την θέλει το θείο Σχέδιο της δημιουργίας, αλλά ως πηγή ρύπου και μολυσμού (Αποκ. 14, 4). Ως ένα δηλ. καταραμένο ον, που υπάρχει, είτε για την αποφυγή της πορνείας, είτε ως μέσο παιδοποιίας, και που η σχέση μ’ αυτό (η ερωτική – συζυγική) καθιστά τον άνθρωπο, κατά κάποιο τρόπο, ακάθαρτο

Αυτού του είδους τις αντιλήψεις, που τραυμάτιζαν την γυναικεία αξιοπρέπεια και αμφισβητούσαν την σοφία του Θεού, χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας – όσο φυσικά η εποχή τους το επέτρεπε.. Γι’ αυτό οι Πατέρες δεν παύουν να στηλιτεύουν την τότε νομοθεσία που εξαντλούσε όλη την αυστηρότητα για τις ηθικές παρεκτροπές της γυναίκας, ενώ άφηνε στο απυρόβλητο τις απιστίες του άντρα. Να συμβουλεύουν τους άνδρες να συμπεριφέρονται με τρυφερότητα στις γυναίκες τους. Να τονίζουν με όλες τους τις δυνάμεις το «ομότιμον ανδρός και γυναικός». Ότι δηλ. ο άντρας και η γυναίκα έχουν την ίδια τιμή, αξία και δόξα, με βάση την δημιουργική πράξη του Θεού˙ το ίδιο θεϊκό αρχέτυπο, ως μία και ενιαία ανθρώπινη φύση˙ την ίδια οντολογική ταυτότητα του «κατ’ εικόνα». Και επιπλέον, ότι και τους δύο αφορά η λυτρωτική πράξη του Χριστού˙ η αναδημιουργία μέσα στην Εκκλησία˙ η από κοινού πορεία προς την ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση.



Βέβαια, παρά τις καταπληκτικές αυτές τοποθετήσεις των Πατέρων, η ισότητα άντρα – γυναίκας σε όλα τα επίπεδα παρέμενε για τον ιστορικό Χριστιανισμό κάτι το ανέφικτο. Με αποτέλεσμα το ανθρώπινο ον να ταυτίζεται σχεδόν με τον άντρα, και η γυναικεία ύπαρξη να θεωρείται υποτιμημένη και προβληματική. Οι χριστιανοί δεν έπαυαν να τονίζουν την πνευματική ισοτιμία ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Όμως δεν μπόρεσαν να βγάλουν απ’ αυτή την χαρισματική ισοτιμία τα αναγκαία συμπεράσματα για την θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή. Έτσι δεν κατόρθωσαν να κάνουν πράξη (είτε γιατί παρεξέκλιναν προς κάποιο «αγγελισμό», είτε γιατί η εποχή δεν ήταν ώριμη), αυτά που ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε διακηρύξει, από τον δεύτερο αιώνα, ως συνέπειες της πνευματικής ισότητας: «η τροφή κοινή, γάμος συζύγιος, αναπνοή, οψις, ακοή, γνώσις, ελπίς, υπακοή, όμοια πάντα» (P. G 8, 260C).



Επιπλέον εκείνο που δεν μπόρεσε να δει ο ιστορικός Χριστιανισμός μέσα στους αιώνες είναι, τι ακριβώς διαφοροποιεί τον άνδρα και την γυναίκα ως ετερότητα. Ενώ δηλ. τα δύο αυτά όντα αποτελούν στον πυρήνα τους μία ενότητα (Γεν. 1,26˙ 27˙), τι είναι εκείνο το μυστηριώδες, που κάνει τον άνδρα να είναι αυτό που είναι, και την γυναίκα να στέκεται έναντί του ως ένα «άλλο πρόσωπο», πολύ κοντινό ταυτόχρονα ομως «καθαρά διαφορετικό». Οι Πατέρες της Εκκλησίας πέρασαν παράπλευρα από το υπερφυσικό μυστήριο των φύλων και το πρόβλημα της γυναικείας οντότητας. Γι’ αυτό είδαν την γυναίκα περισσότερο από ηθική η ψυχολογική άποψη, και με μέτρο πάντα τον άντρα. Όμως αυτή η άγνοια είχε ως αποτέλεσμα να ταυτισθεί ο άντρας με την δύναμη και την εξουσία (ο σοφός, ο πολεμιστής, ο κυβερνήτης) και η γυναίκα με την παιδοποιία και τους υπηρετικούς ρόλους – αυτή που φροντίζει το σπίτι, αυτή που ξεκουράζει ερωτικά τον άνδρα, αυτή που του γεννάει παιδιά.



Αλλά στην Εκκλησία υπάρχει και η Γυναίκα «η περιβεβλημένη τον ήλιον» (Απ. 12, 1). Η Εύα της Χάρης και της Σωτηρίας, η Υπεραγία Θεοτόκος. Οι Πατέρες κι οι Υμνογράφοι της Εκκλησίας έγραψαν καταπληκτικά κείμενα για το τίμιο πρόσωπό της. Γι’ αυτούς η Θεοτόκος (Γυναίκα – Μητέρα – Παρθένος) αποτελεί δόξα και τιμή για το ανθρώπινο γένος, την πιο χαριτωμένη ύπαρξη της εκκλησιαστικης ιστορίας. Όλο αυτό το μεγαλείο της Θεοτόκου δεν βρίσκεται στην βιολογική γονιμότητα, αλλά στο γεγονός ότι έγινε η Μητέρα του Θεού. Και αυτό το μέγα γεγονός και θαύμα, ότι ο Υιός του Θεού «γεννήθηκε από μία γυναίκα» (Γαλ. 4, 4) καταξιώνει στο έπακρο την γυναικεία ύπαρξη. Πρόκειται για μια μητρότητα άλλης τάξεως, που αποκαλύπτεται ως μυστική ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού. Απ’ αυτή την άποψη, εκείνο που διακρίνει την γυναίκα, αυτό που χαρακτηρίζει την γυναικεία πνευματικότητα, είναι η δυνατότητα αποδοχής του Άλλου – του Θεού, του άντρα, του παιδιού, του συνανθρώπου. Είναι η ανέκφραστη τρυφερότητα που αγκαλιάζει και σώζει την ζωή, μ’ ένα τρόπο μυστικό, ενδόμυχο και πολύμορφο. Μια «μητρότητα» που επωάζει και «γεννά» ο,τι πιο ωραίο υπάρχει στον κόσμο ως ζωή, αμοιβαιότητα και χάρη. Γι’ αυτό και οι Πατέρες είδαν στην χαρισματική μητρότητα της Θεοτόκου (στην μυστική αποδοχή της αγάπης του Θεού) το μυστήριο της Εκκλησίας.



Βέβαια μία τέτοια «στάση» έναντι του κόσμου υπάρχει και στον άντρα, αλλά στην γυναίκα είναι κάτι το μοναδικό. Και απ’ αυτή την άποψη οι άγιοι άντρες και άγιες γυναίκες της Εκκλησίας δεν είναι όντα που περικλείονται μέσα στην βιολογικότητά τους, ούτε εξαντλούνται στους κοινωνικούς ρόλους. Είναι πρόσωπα που από την μια φανερώνουν τον εσώτατο εαυτό τους ως μυστηριακή «ετερότητα» (χαρισματικός πλούτος των δώρων του Θεού) και από την άλλη αποκαλύπτουν «την ταυτότητα δια της χάριτος» (Αγ. Μάξιμος), όταν συγκλίνουν προς το κοινό Αρχέτυπο, και γίνονται «εις εν Χριστω Ιησου»(Γαλ.3,28).Μέσα απ’ αυτή την αφατη σχέση (ταύτιση και διάκριση, κοινότητα και ετερότητα, αμοιβαιότητα και μοναδικότητα) ο άντρας και η γυναίκα αποτελούν την πιο λαμπρή και ακτινοβόλα εικόνα του Ενός και Τριαδικού Θεού



Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

28η Οκτωβρίου 1940

Θαύματα Παναγίας - Θαύμα Παναγίας στο Μπούμπεση



Ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον Ελληνοιταλικό πόλεμο οι στρατιώτες του 51ου ανεξάρτητου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής
Κλεισούρας.

Κάθε βράδυ, από τις 22-1-1941 και έπειτα, στις 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, απ’ όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ημέρες
και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι.

Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.

Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οι ομοβροντίες των ιταλικών κανονιών.

- Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησέ μας! Σώσε μας απ’ αυτούς τους δαίμονες.

Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω απ’ αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει
προς τη γη και στάθηκε σ’ ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δυο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.

- Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.

- Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.

Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη για την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σε δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. οι οβίδες μας είχαν πετύχει
απόλυτα τον στόχο.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ανατολή και Δύση…
του Αγίου Νικολάου Βελίμιροβιτς
από το βιβλίο του «Οι στοχασμοί περί τον καλόν και τον κακόν»,
Μετάφρασης από τα σερβικά Μ. Βέσκοδ

Η ΔΥΣΗ ευρίσκεται στην σπασμώδη ταραχή, ενώ η Ανατολή στην παραίτηση και την υποταγή στο πεπρωμένο.
Η ΔΥΣΗ συνεχώς τρώγει εκ του Δένδρου της Γνώσεως και αισθάνεται ολοένα και περισσότερον την πείνα δια την γνώση, η Ανατολή κάθεται κάτωθεν του Δένδρου της ζωής, άλλα δεν μπορεί να φθάση εως τον καρπόν.
Η ΔΥΣΗ έχει μανία δια την οργάνωση. Η Ανατολή έχει μανία δια τον οργανισμό.

Η ΔΥΣΗ απαύστως τακτοποιεί τα εξωτερικά πράγματα, ενώ οι εσωτερικές αξίες η μία μετά την άλλη εξαφανίζονται. Η Ανατολή απαύστως καλλιεργεί τας εσωτερικάς αξίας, καθώς αί εξωτερικοί πίπτουν και χάνονται.

Η ΔΥΣΗ κτίζει τους τερατώδεις βαβυλώνιους πύργους, άλλ’ επειδή οι πύργοι αυτοί κτίζονται από ακατέργαστο πέτρα και επειδή πάντοτε τείνουν προς μία πλευρά, ταχέως καταρρέουν η Ανατολή εν ιδρώτι κατεργάζεται «πέτρα την πέτραν» και κατάφερε να κατεργασθεί τας ωραιότερος πέτρας, όμως, καθόλου δεν ημπορεί να τας συναρμολόγηση σε ένα οικοδόμημα.

Στην Δύση καλλιεργούνται τα πράγματα και τα πράγματα λάμπουν, καθώς ο άνθρωπος ολοένα και περισσότερον εξαγριώνεται και σκεπάζεται με το σκότος.
Στην Ανατολή καλλιεργούνται μόνον μερικοί άνθρωποι και αυτοί λάμπουν, καθώς τα πράγματα είναι ξεχασμένα στον αγριότοπο και μεγαλώνουν εκει εντός των ζιζανίων.

Η ΔΥΣΗ πιστεύει πρωτίστως εις τα έργα του ανθρώπου, έπειτα εις τα έργα του Θεού και τελικώς εις τον Θεόν. Η Ανατολή πιστεύει εις τον Θεόν, αλλά εκμηδενίζει τα έργα του Θεού και απορρίπτει τα έργα του ανθρώπου. Δια τούτο ή ΔΥΣΗ δεν έχει την ενότητα, ούτε μπορεί να φθάση μέχρι την ενότητα, διότι ή ενότητα υπάρχει μόνον εν Θεώ. Ούτως η Ανατολή έχει την ενότητα εσωτερική, αλλά δεν θέλει να την εφαρμόσει και στα εσωτερικά. Δια τούτο τόσον συχνά ή δραστηριότητα της Δύσεως μετατρέπεται στον πόλεμο και την ειρήνη και της Ανατολής εις στην παραίτηση και την υποταγή στο πεπρωμένο.

Διατί όλα γίνονται ούτω διερωτάσαι, παιδί μου;

Επειδή η ΔΥΣΗ δεν μπορεί να δεχθεί τον Χριστόν, και επειδή η Ανατολή δεν ημπορεί να δεχθεί τον Ιησούν.

Η επειδή η ΔΥΣΗ ανεγνώρισε τον άνθρωπον και δεν αναγνωρίζει τον Θεόν, ενώ η Ανατολή ανεγνώρισε τον Θεόν και δεν αναγνωρίζει τον άνθρωπον.

Δια τούτο η ΔΥΣΗ ευρίσκεται στην σπασμώδη ταραχή και η Ανατολή στην παραίτηση στο πεπρωμένο. Καθώς ό Ιησούς Χριστός απλώνει και τα δικά του χέρια, δια να εναγκαλιστεί εις μίαν αγκάλη και την Ανατολή και την Δύση, αλλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί να εναγκαλιστεί την Ανατολή, λόγω της νιρβάνας, ούτε την Δύση λόγω των ξιφών.
Ιδού η Ανατολή και η ΔΥΣΗ είναι στην ψυχή σου. Ο σπασμός και η παραίτησης είναι σπόροι στον ίδιο αγρό. Το Δένδρον της Γνώσεως και το Δένδρον της Ζωής μεγαλώνουν το ένα πλάι εις το άλλο. Η Ανατολή και η ΔΥΣΗ συγκρούονται εις έκαστον άνθρωπον. Και δεν σημαίνουν την συγκατοίκησιν, αλλά την σύγκρουσιν. Εάν η Ανατολή και η ΔΥΣΗ σήμαιναν την συγκατοίκηση και όχι την σύγκρουση, στον άνθρωπον θα βασίλευεν η ειρήνη, ως και εις τον κόσμον τότε εις την θέση τής σπασμώδους ταραχής και της παραιτήσεως στο πεπρωμένο θα ήσαν άλλες δυνάμεις, θετικές και ήπιες.
Γνώρισε το Δένδρον της Ζωής και θα θεραπευθείς από τάς ασθενείας και της Δύσεως και της Ανατολής.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Ο Κινέζος, ο Θεός και η μοναξιά...






Στο τελευταίο μου ταξίδι στο Άγιον Όρος επισκέφθηκα την Μονή Σίμωνος Πέτρας. Μεγαλόπρεπο μοναστήρι γεμάτο μπλε ουρανού. Εκεί συνάντησα έναν χαριτωμένο δόκιμο μοναχό από την Κίνα. Με ξάφνιασε αλήθεια η παρουσία του. Ράσο ορθόδοξο σε έναν Κινέζο. Αισθάνθηκα κάπως. Δεν είχα δει ποτέ από κοντά. Μονάχα από φωτογραφίες της ιεραποστολής. Φορέας μιας μεγάλης πολιτισμικής παράδοσης και να ασπάζεται τον Χριστιανισμό; Μπήκα τόσο εγώ όσο και η παρέα μου στην περιέργεια να τον ρωτήσουμε.

-Αδελφέ πως και εσύ ένας Κινέζος, μέσα από μια τέτοια μεγάλη πολιτισμική παράδοση ασπάστηκες τον ορθόδοξο χριστιανικό μοναχισμό. Ήσουν βουδιστής;


-Ναι βέβαια, βουδιστής ήμουν.

-Τότε τι σε κέρδισε στο Χριστιανισμό;

-Η Θεϊκή παρέα!!!

-Ορίστε;

-Ναι ναι πάτερ χαχαχαχα, γέλασε, μια και οι Κινέζοι στις τρεις λέξεις που σου λένε, γελάνε στις δύο. Στο βουδισμό πάτερ μου, είσαι πάρα μα πάρα πολύ μόνος. Δεν υπάρχει Θεός. Όλος ο αγώνας γίνεται από εσένα. Μόνος με τον εαυτό σου, με το εγώ σου. Είσαι απόλυτα μόνος σε αυτή την πορεία. Πολύ μοναξιά πάτερ. Εδώ όμως έχεις βοηθό, συμπαραστάτη, συνοδοιπόρο τον Θεό. Έχεις κάποιο που σε αγαπάει και ενδιαφέρεται για σένα. Νοιάζεται ακόμη και όταν εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Του μιλάς. Του λες τι αισθάνεσαι, τι εσύ θα ήλπιζες, υπάρχει σχέση.

Πραγματικά σπουδαία απάντηση και σημαντικό βίωμα. Ωστόσο αισθάνθηκα καλύτερα αυτή την απάντηση, αυτή την τοποθέτηση, αυτές τις μέρες. Ένα σοβαρό κρυολόγημα με έριξε στο κρεβάτι. Κανείς γιατρός δεν μου έβρισκε τίποτα. Κλινική εικόνα πεντακάθαρη, τουλάχιστον οι γιατροί δεν έβλεπαν κάτι. Ωστόσο οι πόνοι ήταν αφόρητοι και μάλιστα κανένα μα κανένα παυσίπονο δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Άλλαξα τρία διαφορετικά παυσίπονα και όμως ο πόνος δεν ησύχαζε.

Συγχρόνως έφτασαν και τα νέα ότι ο αδελφός του πατέρα μου, του οποίο και το όνομα φέρω, έχει καρκίνο σε προχωρημένη μορφή στις φωνητικές χορδές και στο λάρυγγα. Τουτέστιν Λαρυγγεκτομή και ότι άλλο προκύψει. Χρόνια βλέπεις κατανάλωση αλκοόλ και τσιγάρου. Γενικότερα άσχημη ζωή, δίχως καμιά ποιότητα.

Τότε αισθάνεσαι αυτό που μου είπε ο μικρός πρώην βουδιστής και νυν χριστιανός μοναχός στο Αγιον Ορος, ότι έχεις ανάγκη να υπάρχει ένας Θεός που να μπορείς να του μιλάς. Να νιώθεις, να αισθάνεσαι ότι κάποιος εκτός του εαυτού σου σε ακούει.

Δεν ξέρω εάν είναι λάθος ή σωστό. Ξέρω όμως ότι είναι βαθιά ανάγκη του ανθρώπου. Και τούτο πιστοποιείται από την ίδια την ζωή. Ακόμη και αυτοί οι βουδιστές που είναι μη θεϊστική θρησκεία, δημιούργησαν διάφορες θεότητες. Έστω και σε ονειρική γλώσσα και κόσμους. Ωστόσο έχουν την ανάγκη αναφοράς σε κάποιον, σε κάτι, κάποιον πέρα, έξω από αυτούς, έστω και ονειρικά. Άλλωστε η πραγματικότητα, η αλήθεια είναι κάτι πολύ σχετικό και έτσι θα παραμείνει. Αίνιγμα, μυστήριο.

Τότε θυμήθηκα τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, ευαίσθητης και μελαγχολικής φύσης που έλεγε: όταν δεν είσαι ή δεν αισθάνεσαι καλά Μίλα. Μίλα και ας είναι και στο αέρα

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Χουάν Αρίας – Ο Θεός στον οποίο δεν πιστεύω.




Ο Θεός στον οποίο δεν πιστεύω.


Δεν θα πιστέψω ποτέ στο Θεό
που καταδικάζει την ύλη...
Σ' ένα Θεό μαζοχιστή.
Σ' ένα Θεό που απαγορεύει τις ανθρώπινες χαρές...
Στο Θεό που ευλογεί τους νέους Κάϊν της γης ή εμπνέει φόβο.
Στο Θεό καλοκάγαθο "παππού" που ανέχεται τα πάντα.
Στο Θεό που "ξεχωρίζει"μια Εκκλησία,ένα Έθνος,ένα πολιτισμό,μια φυλή,αποκλείοντας όλα τα άλλα...
Στο Θεό -Κριτή που δικάζει με το νόμο στο χέρι...
Στο Θεό που εξαντλούν οι φιλοσοφικές θεωρίες...
Στο Θεό που καταλαβαίνουν μονάχα οι ώριμοι,
οι σοφοί και συστηματικοί.
Στο Θεό που τιμούν όσοι τρέχουν στις εκκλησίες,ενώ εξακολουθούν
να κλέβουν με τέχνη και να συκοφαντούν.


Στον απρόσωπο Θεό των γραφείων των θεολόγων
και των νομομαθών.
Στο Θεό που αρέσκεται στη «φιλανθρωπία»
όσων δεν τηρούν την δικαιοσύνη...
Στο Θεό που καταδικάζει τη σεξουαλικότητα.
Στο Θεό -εκδικητή...
Στο Θεό – όπιο της παρούσας ζωής
και ελπίδα μόνο μιας μεταθανάτιας ύπαρξης.
Στο Θεό του οποίου οι μαθητές αδιαφορούν για τον κόσμο
και την ιστορία.
Στο Θεό που νομίζουν ότι αγαπούν
όσοι δεν αγαπούν κανένα...
Στο Θεό όσων προσεύχονται
για να εργάζονται άλλοι...
Στο Θεό που δεν είναι αγάπη
ούτε μεταδίδει αγάπη...
Δεν πιστεύω στο Θεό στον οποίο
δεν μπορώ να ελπίζω
τη στιγμή που χάνονται όλες οι άλλες ελπίδες μου.
Ναι! Ο Θεός μου είναι ένας Θεός αλλιώτικος!

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

 Ο γέροντας και τ’ άλογο – Τι είναι καλό και τι κακό;



Κάποτε ζούσε σ’ ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο
είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του.
-“Μα καλά είσαι ανόητος;” ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. “Πούλα το άλογο για το καλό σου, θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!”
-“Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου.. Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;” απαντούσε ο γέροντας, “Μόνο Ο Θεός το ξέρει!”
Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα. Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει.

Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους:
-“Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου; Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο.
Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο”.
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε:
-“Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!”
Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει..
Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος.

Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν:
-“Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό, αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν.”
Ο γέροντας τους απάντησε:
-“Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο Ο Κύριος γνωρίζει! Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.”
Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά.

Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα, έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος.
Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας:
-“Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή.”
Ο γέρος απαντούσε πάλι:
-“Ποιος ξέρει … μόνο Ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!”
Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης. Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια, κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν.
Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν:
-“Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου.”
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα:
-“Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε: Μόνο Ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!”

Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη Στον Θεό μας, όχι στα λόγια αλλά έμπρακτα! Υπάρχει άραγε περίπτωση αν αφεθούμε όπως ένα μικρό παιδί στο Θέλημά του, να νιώσουμε ποτέ θλίψη, άγχος , στενοχώρια;